- πύθοιντο
- πύ̱θοιντο , πύθωcause to rotpres opt pass 3rd plπυνθάνομαιlearnaor opt mid 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πύθοινθ' — πύ̱θοιντο , πύθω cause to rot pres opt pass 3rd pl πύθοιντο , πυνθάνομαι learn aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύθοιντ' — πύ̱θοιντο , πύθω cause to rot pres opt pass 3rd pl πύθοιντο , πυνθάνομαι learn aor opt mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)